«Αλλά αν η σκέψη διαφθείρει τη γλώσσα, μπορεί και η γλώσσα να διαφθείρει τη σκέψη»
Τζωρτζ Όργουελ, 1903-1950
Βρετανός συγγραφέας
Είναι το αποτέλεσμα οργανικών ή περιβαλλοντικών αιτιών που δημιουργούν ένα σύνολο εμποδίων σε σημαντικές περιοχές της ζωής, όπως η αυτοεξυπηρέτηση, η απασχόληση, η εκπαίδευση, η ψυχαγωγία και η γενικότερη κοινωνική συμμετοχή. (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 2011)
Η Ένωση των Σωματικά Αναπήρων Κατά του Διαχωρισμού (UPIAS) δηλώνει το 1976 ότι “είναι η κοινωνία που καθιστά ανάπηρα τα άτομα με φυσικά ελαττώματα. Η αναπηρία είναι κάτι που επιβάλλεται στις βλάβες μας από πάνω και μας καθιστά απομονωμένους από την καθολική συμμετοχή μας στην κοινωνία. Συνεπώς, τα άτομα με αναπηρία είναι μια κοινωνικά καταπιεσμένη ομάδα”. (UPIAS, 1976)
Σύμφωνα με τον Oliver (2009) «αναπηρία είναι το μειονέκτημα ή ο περιορισμός μιας δραστηριότητας που προκαλείται από ένα σύγχρονο κοινωνικό οργανισμό (ή σύγχρονη οργάνωση της κοινωνίας), ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη του τους ανθρώπους με σωματικές βλάβες και δυσκολίες μάθησης αποκλείοντας τους από τις κοινές κοινωνικές δραστηριότητες».
Βάσει της άρθρου 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4074/2012 (Α΄ 88), ως άτομα με αναπηρίες νοούνται τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές δυσχέρειες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, ιδίως θεσμικά, περιβαλλοντικά ή εμπόδια κοινωνικής συμπεριφοράς, δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων αυτών στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.
*Ως αναπηρίες (στον πληθυντικό) μεταφράζεται στα ελληνικά ο όρος disabilities που στην ουσία της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες ταυτίζεται με τον όρο impairments που σημαίνει βλάβες.
Στο ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας, η αναπηρία ορίζεται ως η σωματική, νοητική, αισθητηριακή ή ψυχολογική «απόκλιση» από αυτό που θεωρείται «φυσιολογικό». Πρόκειται για «δυσλειτουργία» που οφείλεται σε ασθένεια, ατύχημα ή άλλους ιατρικούς λόγους. Η προσέγγιση αυτή τοποθετεί τα προβλήματα που συνοδεύουν την αναπηρία στο ίδιο το άτομο, εφόσον υποστηρίζει ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία στην καθημερινή τους ζωή είναι φυσικό επακόλουθο των δικών τους λειτουργικών περιορισμών, αγνοώντας παντελώς την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον.(UPIAS, 1976, M. Oliver 1983 & 1990)
Στο κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας η αναπηρία δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ιατρικό πρόβλημα, αλλά ως πρόβλημα που δημιουργεί η ίδια η κοινωνία. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει ότι τα προβλήματα που συνοδεύουν την αναπηρία είναι συνέπεια της αδυναμίας της κοινωνίας να λάβει υπόψη της τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και όχι των λειτουργικών περιορισμών που αυτή δημιουργεί, δίνοντας παράλληλα έμφαση στη «διαφορά», στις «εύλογες προσαρμογές», στον «καθολικό σχεδιασμό» («Design for All»), «στα δικαιώματα».(UPIAS, 1976, M. Oliver 1983 & 1990)
Αναγνωρίζει ότι η αναπηρία είναι μια κοινωνική κατασκευή και οι βλάβες δεν πρέπει να θεωρούνται νομιμοποιητικοί λόγοι για την άρνηση ή τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναγνωρίζει ότι η αναπηρία είναι ένα από τα πολλά επίπεδα ταυτότητας. Ως εκ τούτου, οι νόμοι και οι πολιτικές για την αναπηρία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ποικιλομορφία των ατόμων με αναπηρία. Αναγνωρίζει επίσης ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αλληλεξαρτώμενα, αλληλένδετα και αδιαίρετα. (CRPD/C/GC/6/2018).
Σημαίνει οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμό ή περιορισμό βάσει της αναπηρίας, οι οποία έχει ως σκοπό ή επίπτωση να εμποδίσει ή να ακυρώσει την αναγνώριση, απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, ατομικό ή οποιοδήποτε άλλο τομέα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της άρνησης παροχής εύλογης προσαρμογής. (UNCRPD, 2006).
Είναι ένα νέο μοντέλο ισότητας που αναπτύχθηκε σε όλη τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρία. Αγκαλιάζει ένα ουσιαστικό μοντέλο ισότητας και επεκτείνει και επεξεργάζεται το περιεχόμενο της ισότητας σε: (α) μια δίκαιη αναδιανεμητική διάσταση για την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών μειονεκτημάτων · β) μια διάσταση αναγνώρισης για την καταπολέμηση του στίγματος, των στερεοτύπων, των προκαταλήψεων και της βίας και για την αναγνώριση της αξιοπρέπειας των ανθρώπων και της διατομής τους · (γ) μια συμμετοχική διάσταση για την επιβεβαίωση της κοινωνικής φύσης των ανθρώπων ως μελών των κοινωνικών ομάδων και της πλήρους αναγνώρισης της ανθρωπότητας μέσω της ένταξης στην κοινωνία και (δ) μια προσαρμοστική διάσταση για να κάνει χώρο για διαφορά ως ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας. (CRPD/C/GC/6/2018).
Βάσει του άρθρου 9 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του Ο.Η.Ε., η διασφάλιση της πρόσβασης στα άτομα με αναπηρία, σε ίση βάση με τους άλλους, στο φυσικό περιβάλλον, τα μέσα μεταφοράς, την πληροφορία και τις επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των τεχνολογιών και συστημάτων πληροφορίας και επικοινωνιών και σε άλλες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες που είναι ανοικτές ή παρέχονται στο κοινό, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές.(UNCRPD, 2006).
Κίνημα για τα δικαιώματα της αναπηρίας
Το κίνημα για τα δικαιώματα της αναπηρίας είναι ένα παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα που επιδιώκει να εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες και ίσα δικαιώματα για όλα τα άτομα με αναπηρία.
Αποτελείται από οργανώσεις ακτιβιστών αναπηρίας ή/ και συνηγόρους για την αναπηρία που εργάζονται μαζί έχοντας παρόμοιους στόχους και απαιτήσεις, όπως την πλήρη προσβασιμότητα για όλα τα άτομα με εργαλείο τον καθολικό σχεδιασμό κτιρίων, προϊόντων και των δομημένων περιβαλλόντων (universal design for all), την ισότητα και τη μη διάκριση για όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ανεξάρτητη διαβίωση, στην εργασία, στην εκπαίδευση, στη στέγαση, κ.α., αλλά και την προστασία των ατόμων με αναπηρία από την κατάχρηση, την καταστρατήγηση ή την μη εφαρμογή αυτών και άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι ακτιβιστές για την αναπηρία εργάζονται για να σπάσουν τα θεσμικά, φυσικά και κοινωνικά εμπόδια που παρακωλύουν τα άτομα με αναπηρία να ζήσουν τη ζωή τους ισότιμα με άλλους πολίτες.
Η συμπερίληψη είναι η πολιτική ή η πρακτική που διασφαλίζει ότι όλοι και όλες στην κοινωνία έχουν πρόσβαση σε πόρους και ευκαιρίες.(COBUILD Advanced English Dictionary. Copyright © HarperCollins Publishers)
Η συμπερίληψη αποτελεί μετεξέλιξη του όρου της ένταξης κι αποτελεί μια καινούρια θεωρητική προσέγγιση με πρακτικές που λαμβάνουν υπόψη όλα τα άτομα σε μία κοινωνία. (Karagiannis, Stainback & Stainback, 1996).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της συμπερίληψης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα εφαρμογής της στην εκπαίδευση στο παρακάτω σχήμα.
Αποκλεισμό (Exclusion) έχουμε όταν η πρόσβαση των μαθητών/τριών στην εκπαίδευση δεν είναι επιτρεπτή /δυνατή, Διαχωρισμό (Segregation) όταν παρέχεται στους/στις μαθητές/τριες εκπαίδευση σε ξεχωριστό περιβάλλον από τους συνομηλίκους τους, Ένταξη (Integration) όταν οι μαθητές/τριες με αναπηρία ή από οποιασδήποτε άλλη αποκλεισμένη ομάδα,τοποθετούνται σε υπάρχουσες γενικές τάξεις, αλλά δεν γίνονται προσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές/τριες πρέπει να προσαρμοστούν ή να αλλάξουν, αλλά η τάξη, οι διδακτικές πρακτικές και τα καθήκοντα αξιολόγησης παραμένουν τα ίδια. Πραγματική συμπερίληψη (inclusion) συμβαίνει όταν όλα τα παιδιά εκπαιδεύονται σε κανονικές τάξεις, μαζί με τους συνομηλίκους τους σε τοπικά σχολεία με προσαρμογές, στο πρόγραμμα σπουδών, στη διδασκαλία, στην αξιολόγηση και στο περιβάλλον.
Είναι ο σχεδιασμός προϊόντων, περιβαλλόντων, προγραμμάτων και υπηρεσιών που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους τους ανθρώπους, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση, χωρίς ανάγκη προσαρμογής ή εξειδικευμένου σχεδιασμού. Ο όρος «καθολικός σχεδιασμός» δεν αποκλείει τις υποβοηθητικές συσκευές για συγκεκριμένες ομάδες ατόμων με αναπηρίες, όπου αυτό απαιτείται.(UNCRPD, 2006).
Βάσει των Κοινών Ευρωπαϊκών Κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη Μετάβαση από την Ιδρυματική στην Φροντίδα στην Κοινότητα ίδρυμα ορίζεται ως κάθε μέρος διαβίωσης όπου οι κάτοικοι είναι απομονωμένοι από την ευρύτερη κοινότητα και / ή αναγκάζονται να ζήσουν μαζί, δεν έχουν επαρκή έλεγχο στη ζωή τους και στις αποφάσεις που τους επηρεάζουν και οι απαιτήσεις της οργάνωσης του ιδρύματος τείνει να υπερισχύει των ατομικών αναγκών των κατοίκων του. (Common European Guidelines on the Transition from Institutional to Community-based Care, 2012).
Ο ιδρυματισμός αφορά τη διαδικασία προσαρμογής ενός υποκειμένου ή μιας κοινωνικής ομάδας στις δομικές απαιτήσεις ενός κανονιστικού προτύπου οργάνωσης, όπως π.χ. το ορφανοτροφείο, το ψυχιατρείο κλπ., η οποία δεν επιτελείται χωρίς αντιστάσεις, εσωτερικές διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις. (Σαββάκη & Τζανάκη, 2006).
Είναι η δημιουργία συμπτωμάτων παθολογικής συμπεριφοράς (σύνδρομο ιδρυματισμού/ ιδρυματοποίησης) που οδηγεί σε ψυχικό και σωματικό και συναισθηματικό μαρασμό και συχνά σε ακρωτηριασμένη προσωπικότητα και προέρχεται από την αποστέρηση της σταθερής παρουσίας των γονέων -και γενικά των ατόμων του οικείου περιβάλλοντος- που δημιουργεί συναισθηματικούς δεσμούς και το κατάλληλο κλίμα, το οποίο είναι απαραίτητο για την ομαλή ψυχική, πνευματική, σωματική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών (Castano, 2001; Maclean, 2003; Sternberg, 2011).
Στην αποϊδρυματοποίηση αναφέρονται όλα τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις, μέρος ενός στρατηγικού σχεδίου και οράματος, σχετικά με τον τρόπο που θα υλοποιηθεί η μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα στη φροντίδα σε επίπεδο τοπικής κοινότητας και αφορά παιδιά, νέους/ες, ενήλικες και ηλικιωμένους/ες με και χωρίς αναπηρία.
Κατά τον Nosek (1991) είναι η βοήθεια από άλλο άτομο σε δραστηριότητες καθημερινής ζωής για την αντιστάθμιση του λειτουργικού περιορισμού. Για άτομα με σοβαρές σωματικές βλάβες, σημαίνει πιο συγκεκριμένα βοήθεια σε εργασίες που στοχεύουν στη διατήρηση της ευεξίας, της προσωπικής εμφάνισης, της άνεσης, της ασφάλειας και των αλληλεπιδράσεων εντός της κοινότητας στο σύνολό της.
Η προσωπική βοήθεια είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει την ανεξάρτητη διαβίωση. Η προσωπική βοήθεια πρέπει να παρέχεται με βάση την εκτίμηση των αναγκών ενός ατόμου και ανάλογα με την κατάσταση ζωής κάθε ατόμου. Τα ποσοστά που διατίθενται για προσωπική βοήθεια σε ανάπηρα άτομα πρέπει να είναι σύμφωνα με τα τρέχοντα ποσοστά μισθών σε κάθε χώρα. Τα ανάπηρα άτομα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να προσλαμβάνουν, να εκπαιδεύονται και να διαχειρίζονται τους βοηθούς τους με επαρκή υποστήριξη, αν το επιλέξουν, και πρέπει να είναι αυτά που επιλέγουν το μοντέλο απασχόλησης που είναι πιο κατάλληλο για τις ανάγκες τους. Οι κατανομές προσωπικής βοήθειας πρέπει να καλύπτουν τους μισθούς προσωπικών βοηθών και άλλα έξοδα απόδοσης, όπως όλες οι εισφορές που οφείλει ο εργοδότης, τα έξοδα διοίκησης και η υποστήριξη από ομοτίμους για το άτομο που χρειάζεται βοήθεια. (E.N.I.L.).
Σύμφωνα με τον Colin Barnes ( 2003), η έννοια της αυτόνομης διαβίωσης είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει όλη την κλίμακα της ανθρώπινης εμπειρίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Για τους περισσότερους ειδικούς του χώρου, δεν είναι απλά μια ειδική υπηρεσία που προσφέρεται στα άτομα με αναπηρία, αλλά μια φιλοσοφία, ένα κίνημα των αναπήρων που διεκδικούν ίσα δικαιώματα, σεβασμό και ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης (Ratzka, 2009). Όπως εξηγούν οι ίδιοι οι ανάπηροι,«αυτόνομη διαβίωση δεν σημαίνει ότι θέλουμε να τα κάνουμε όλα μόνοι μας ή ότι δεν χρειαζόμαστε κανένα για να ζήσουμε αυτόνομα ή ότι απλά, δεν θέλουμε να ζούμε στο περιθώριο της κοινωνίας.Αυτόνομη ή ανεξάρτητη διαβίωση σημαίνει ότι απαιτούμε να έχουμε τις ίδιες επιλογές με τους άλλους, καθώς και τον έλεγχο της καθημερινότητας μας μέχρι εκεί που μπορούμε. Πράγματα που θεωρούνται δεδομένα από τους μη ανάπηρους.Θέλουμε να μεγαλώσουμε μέσα στην οικογένεια μας,να πάμε στο σχολείο της γειτονιάς μας,να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο λεωφορείο που χρησιμοποιεί ο γείτονας μας,να δουλέψουμε σε χώρους και δουλειές που συνάδουν με τις ικανότητες και τα ενδιαφέροντα μας και να δημιουργήσουμε όσοι από εμάς μπορούν την δική μας οικογένεια.»
Η υποστηριζόμενη διαβίωση αποτελεί μια μορφή αυτόνομης διαβίωσης όπου υποστηρικτικό προσωπικό προσφέρει υπηρεσίες προς τα άτομα με αναπηρία ανάλογα με τις ανάγκες τους. Η Υποστηριζόμενη Διαβίωση ενισχύει το θεμελιώδες δικαίωμα για ανεξάρτητη διαβίωση κάθε ατόμου με αναπηρία, μέσω αφενός της παροχής φροντίδας και υποστήριξης, με σεβασμό στα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και αφετέρου της διατήρησης και ανάπτυξης στο μέγιστο βαθμό των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του, προκειμένου να διαβιεί με ασφάλεια, όσο το δυνατόν πιο αυτόνομα και ενεργά στο κοινωνικό περιβάλλον, με στόχο τη κοινωνική του ένταξη συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης στην εκπαίδευση και την εργασία.
Επίσης στοχεύει και συντελεί αποφασιστικά στην αποϊδρυματοποίηση των ατόμων με αναπηρία που φιλοξενούνται σε μονάδες κλειστής φροντίδας, στην περίπτωση που το οικογενειακό τους περιβάλλον αδυνατεί για οποιοδήποτε λόγο να υποστηρίξει τη διαβίωσή τους, καθώς και στην απόκτηση καλύτερης ποιότητας ζωής με περισσότερες ευκαιρίες και μεγαλύτερο έλεγχο των επιλογών τους από τα ίδια.
Κοινή Υπουργική Απόφαση Δ12/ΓΠοικ.13107/283/2019 – ΦΕΚ 1160/Β/8-4-2019, Άρθρο 2
https://www.e-nomothesia.gr/kat-ygeia/koine-upourgike-apophase-d12-gp-oik-13107-283-2019.html
Εθελοντισμός είναι η με υψηλό αίσθημα ευθύνης και ανιδιοτελή χαρακτήρα προσφορά έργου ή υπηρεσίας που αναλαμβάνει το άτομο μεμονωμένα ή σε ομάδα, με ελεύθερη βούληση, χωρίς την προσδοκία ή απαίτηση υλικού ή άλλου είδους ανταλλάγματος, με σκοπό τη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο και την κοινωνία ευρύτερα. Οι Αρχές του εθελοντισμού είναι:
- Ο εθελοντισμός ωφελεί την κοινωνία και τον/την εθελοντή/ντρια.
- Η εθελοντική εργασία δεν αμείβεται.
- Ο εθελοντισμός είναι πάντα θέμα επιλογής και δεν είναι υποχρεωτικός.
- Ο εθελοντισμός είναι ένας νόμιμος τρόπος με τον οποίο οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της κοινότητάς τους.
- Ο εθελοντισμός είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπίζουν τα άτομα ή οι ομάδες τις ανθρώπινες, περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανάγκες.
- Ο εθελοντισμός είναι μια δραστηριότητα που εκτελείται μόνο σε μη κερδοσκοπικούς τομείς.
- Ο εθελοντισμός δεν υποκαθιστά την αμειβόμενη εργασία, δεν παίρνουν τη θέση υπαλλήλων που αμείβονται, ούτε αποτελούν απειλή για την ασφάλεια της εργασίας αμειβόμενων υπαλλήλων.
- Ο εθελοντισμός σέβεται τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και τον πολιτισμό των άλλων.
- Ο εθελοντισμός προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα.
(Ορισμός που διαδόθηκε μέσα από spot της Γ.Γ. Νέας Γενιάς για το «Ευρωπαϊκό Έτος Εθελοντισμού» (2011))
Είναι πραγματικότητα πως δεν είναι εύκολα δυνατόν να δοθεί ακριβής ορισμός για τον εθελοντισμό και αυτό γιατί καλύπτει ένα τόσο ευρύ φάσμα δυνατοτήτων προσφοράς και εμπλέκεται με τόσες πολλές μορφές που είναι πλέον θέμα υποκειμενικό η ακριβής αντίληψη του όρου. Για αυτό και αν ερωτηθεί κάποιος/α εθελοντής/ντρια για την εμπειρία τους θα ακουστούν πολλές και ποικίλες απόψεις, όλες τόσο ενδιαφέροντα ξεχωριστές που μόνο εάν το ζήσει κάποιος θα είναι σε θέση να το αισθανθεί.
Ο/η youth worker είναι το άτομο το οποίο εργάζεται με και για τους/τις νέους/ες προκειμένου να υποστηρίξει την προσωπική, κοινωνική και εκπαιδευτική τους ανάπτυξη και τους/τις ενεργοποιεί ώστε να αποκτήσουν φωνή, επιρροή και θέση στην κοινωνία μεταβαίνοντας από την εφηβεία στη “ανεξαρτησία”.
Ο/Η Σύμβουλος νέων σχεδιάζει, υλοποιεί και αξιολογεί εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία:
α) Σκοπό έχουν να υποστηρίξουν και να εμπλουτίσουν την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των νέων μέσα από την εθελοντική τους συμμετοχή και συνεισφορά,
β) είναι συμπληρωματικά στην τυπική, ακαδημαϊκή ή επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση των νέων,
γ) υλοποιούνται – κατά κύριο λόγο – από εθελοντικές οργανώσεις συμβουλευτικής/εργασίας με νέους/ες.
Παράλληλα, ολοένα και περισσότερο, ο/η Σύμβουλος Νέων συνδράμει στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση πολιτικών για τη νεολαία, σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ενώ η γενικότερη συνεισφορά του στη ζωή των νέων, ενισχύει τις επαγγελματικές τους προοπτικές.
Υιοθεσία είναι η νομική πράξη με την οποία ένα παιδί αποκτά ως προς την θετή του οικογένεια την ίδια νομική σχέση που έχει κάθε παιδί με την βιολογική του οικογένεια. Όταν ένα παιδί υιοθετείται κάθε νομικός και φυσικός δεσμός με την βιολογική του οικογένεια αποκόπτεται, το παιδί αποκτά το οικογενειακό επώνυμο της θετής οικογένειας, έχει κληρονομικά δικαιώματα, την γονική μέριμνα ασκούν οι θετοί γονείς. Για να υπάρξει υιοθεσία απαιτείται δικαστική απόφαση που λαμβάνεται μετά από αίτηση των θετών γονέων, αν το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Απαιτείται συναίνεση των φυσικών γονέων αν υπάρχουν, ή αναπλήρωση της συναίνεσης σε ορισμένες περιπτώσεις. Μετά την ενηλικίωσή του το παιδί δικαιούται, εάν το επιθυμεί, να αναζητήσει την φυσική του οικογένεια. Οι αρχές υποχρεούνται να το βοηθήσουν σε αυτήν του την βούληση.
Όταν ένα παιδί δεν είναι δυνατόν να ζει στην βιολογική του οικογένεια για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αναζητείται μια ανάδοχη οικογένεια που θα διασφαλίσει την ομαλή ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού σε οικογενειακό περιβάλλον και την αποφυγή της ιδρυματικής φροντίδας. Αν κατάλληλοι συγγενείς, είναι διαθέσιμοι, είναι προτιμότερο να γίνουν αυτοί ανάδοχοι γονείς. Η σχέση με την φυσική οικογένεια διατηρείται και η επιστροφή σε αυτήν είναι ο στόχος, αν αυτό είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Το παιδί διατηρεί το αρχικό του επώνυμο, την γονική μέριμνα μπορεί να έχουν οι φυσικοί γονείς, οι ανάδοχοι γονείς, ή φορείς παιδικής προστασίας κατά περίπτωση.