Αναδημοσίευση από το tvxs.gr – Γράφει ο Γιώργος Νικολαΐδης


Κάθε φορά που αποκαλύπτεται πόσο σαθρό και επιβλαβές είναι για τα παιδιά το ιδρυματικό σύστημα. Γιατί όποτε αποκαλύπτεται η φρίκη που βιώνουν τα ήδη κακοποιημένα, παραμελημένα και ψυχικά τραυματισμένα παιδιά όταν τοποθετούνται «για το καλό τους» σε ιδρύματα, ιδιωτικά και δημόσια, κοσμικά ή εκκλησιαστικά, παλιομοδίτικα ή «μοντέρνα», πολλοί «πέφτουν απ’ τα σύννεφα». Το ίδιο μοιάζει να γίνεται και τώρα με το μπαράζ αποκαλύψεων για την Κιβωτό του Κόσμου. Όμως, και τώρα και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, άραγε θα έπρεπε να «βρέχει ανθρώπους»;

Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές της UNICEF, κάθε παιδί που τοποθετείται σε ένα ίδρυμα έχει περίπου 85% πιθανότητα να (ξανα)κακοποιηθεί σωματικά και 25-30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνοικεί σε ένα πλαίσιο κλειστής φιλοξενίας.

Χώρια οι πιθανότητες να κακοποιηθεί από υπαλλήλους και εθελοντές των ιδρυμάτων ή ακόμα και από τους παράγοντες που τα διοικούν (είχαμε τέτοια επιβεβαιωμένα περιστατικά τα οποία αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα – και σίγουρα έχουμε πολύ περισσότερα τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν ακόμα…).

Χώρια η συστημική κακοποίηση που υφίστανται τα παιδιά στα πλαίσια αυτά, ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες: είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι ένα βρέφος, νεογνό ή παιδί πολύ μικρής ηλικίας που θα τοποθετηθεί σε ίδρυμα θα υποστεί και μόνο από αυτό το γεγονός μη αναστρέψιμες βλάβες στον εγκέφαλό του, ο οποίος δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί φυσιολογικά επειδή ακριβώς θα του λείπουν τα υγιή ερεθίσματα μιας οικογενειακής φροντιστικής σχέσης. Γι’ αυτό άλλωστε ο ΟΗΕ εδώ και 20 χρόνια έχει εκδώσει παγκόσμια κατευθυντήρια οδηγία κάνοντας έκκληση σε όλα τα κράτη να εξαλείψουν την τοποθέτηση βρεφών και νηπίων σε ιδρυματικά πλαίσια.

Έχει λοιπόν τεκμηριωθεί από δεκαετίες η βλαπτική επίδραση όλων ανεξαιρέτως των ιδρυμάτων στα παιδιά. Και γι’ αυτό στις περισσότερες αναπτυγμένες κοινωνίες και σχεδόν στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών τα ιδρύματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο με στόχο την πλήρη εξάλειψή τους. Στη χώρα μας πάλι αντί αυτού εξακολουθούμε να ακούμε πως στα ιδρύματα «τα παιδιά βρήκαν μια οικογένεια» (που αποτελείται από καμιά 40αριά νοματαίους), πως «τα παιδιά εισέπραξαν περίσσεια αγάπης» (με τιμωρίες, στερήσεις, αποξένωση από τους βιολογικούς τους γονείς και ειλημμένες αποφάσεις για τις ζωές τους), πως «έχουμε εξαίρετα ιδρύματα» (στα οποία ελληνικά ιδρύματα προφανώς δεν ισχύει ότι ισχύει στα ιδρύματα σε ολόκληρο τον πλανήτη), πως «τα ιδρύματά μας βγάζουν επιστήμονες» (όπως άλλωστε σε κάποιες περιπτώσεις και οι φυλακές ανηλίκων, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μεγαλώνουν τα παιδιά σε φυλακές…).

Στην πρόσφατη νομοθέτηση της ΚΥΑ για τις προδιαγραφές των ιδρυμάτων αποδεχθήκαμε ως κοινωνία πως είναι ανεκτό για τα θυματοποιημένα παιδιά να μεγαλώνουν σε δομές με άλλα 20 παιδιά (στα δε κρατικά ιδρύματα με ακόμη περισσότερα). Και μάλιστα υπήρξε και αντίδραση σε αυτό το όριο γιατί τάχα μπορεί να είναι «οικογενειακό» το κλίμα σε δομές με παραπάνω παιδιά. Στα δε ασυνόδευτα παιδιά μετανάστες-πρόσφυγες τα όρια είναι ακόμη μεγαλύτερα. Την ίδια στιγμή η νομοθετική αυτή ρύθμιση του Υπουργείου Εργασίας τοποθετεί τη χώρα μας ουραγό στην Ευρώπη. Η αμέσως επόμενη της ελληνικής περίπτωσης νομοθετική ρύθμιση σε χώρα της ΕΕ είναι της Πολωνίας, που επιτρέπει ιδρύματα δυναμικότητας έως 14 παιδιών, ενώ έπεται η Ουγγαρία με ιδρύματα των 10-12 παιδιών.

Όλες οι άλλες χώρες έχουν νομοθετήσει είτε χρονοδιαγράμματα και πολιτικές για την πλήρη απάλειψη των ιδρυμάτων είτε πολύ χαμηλότερα μονοψήφια όρια για τις όποιες στεγαστικές δομές για ανηλίκους, συνήθως εφήβους (που συχνά είναι δυναμικότητας 2-5 παιδιών με περιβάλλον το οποίο να προσομοιάζει με αυτό της οικογένειας και όχι με εκείνο του ιδρύματος).

Αξίζει χαρακτηριστικά να αναφερθεί ότι η Ρουμανία τα έχει σχεδόν καταφέρει να απαλείψει την ιδρυματική φροντίδα παιδιών, ξεκινώντας από έναν αριθμό πάνω από 100.000 παιδιά σε ορφανοτροφεία τη δεκαετία του 1990, ενώ και η Βουλγαρία έχει επίσης κάνει άλματα στη μείωση του αριθμού των παιδιών που διαβιούν σε ιδρύματα.

Στη συναφή με την Ελλάδα από πλευράς κουλτούρας και κοινωνικών αντιλήψεων Κύπρο δεν υπήρχαν ποτέ ιδρύματα πέρα από κάποιες στέγες για μικρό αριθμό εφήβων η καθεμιά. Αυτόν τον καιρό η μικρή προσφορά για ανάληψη παιδιών σε ανάδοχη φροντίδα έχει οδηγήσει εσχάτως στο να υπάρχουν περί τα… 100 (!) παιδιά σε στέγες φιλοξενίας, γεγονός το οποίο στηλιτεύεται ως απαράδεκτη εξέλιξη από όλες τις εφημερίδες στη Μεγαλόνησο.

Στην Ελλάδα πάλι ακόμα έχουμε μόνο ιδρύματα. Δεν έχουμε αληθινή αναδοχή (το μεγαλύτερο μέρος των αναδοχών είναι συγκεκαλυμμένες υιοθεσίες), καθώς ούτε η επαγγελματική αναδοχή έχει στην πράξη προχωρήσει και στηριχθεί ούτε στα σοβαρά ποτέ το κράτος ή οι ΜΚΟ της παιδικής προστασίας την προέβαλλαν ως θεσμό (την αναδοχή και όχι την ψευδεπίγραφη αναδοχή με στόχο την υιοθεσία). Μόλις πριν από λίγο καιρό θεσμοθετήθηκε η υποστηριζόμενη ημιαυτόνομη διαβίωση για εφήβους, αλλά δεν έχει στην πράξη υλοποιηθεί ακόμα. Η δε εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση, της οποίας την διατύπωση χρηματοδότησε αδρά η ΕΕ σκονίζεται σε κάποια συρτάρια ανάμεσα στο Υπουργείο Εργασίας και Βρυξελλών χωρίς κανένα μέτρο της να έχει περάσει στην πράξη.

Και αντί για ένα χρονοδιάγραμμα με σκοπό να κλείσουν τα ιδρύματα και στην Ελλάδα, όπως θα αντιστοιχούσε στη χώρα μας, θεσμοθετούμε τις προδιαγραφές τής εσαεί διατήρησης της ιδρυματικής φροντίδας ως εάν να έχουμε ρίξει «λευκή πετσέτα», σαν να έχουμε αποδεχθεί ότι στην Ελλάδα τα θυματοποιημένα παιδιά θα τοποθετούνται πάντα σε ιδρύματα ό,τι και να γίνεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Σαν να έχουμε προαποφασίσει (για ολόκληρη την προηγούμενη δεκαπενταετία και μέχρι σήμερα με ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις από κυβέρνηση σε κυβέρνηση…) ότι σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα θα συμβαδίζει μάλλον περισσότερο με τη Βόρεια Αφρική παρά με ότι συνήθως ονομάζεται «ευρωπαϊκό κεκτημένο».

Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί στα ιδρύματα υπάρχουν πολλά επενδεδυμένα συμφέροντα. Γιατί πέραν των ισολογισμών των οργανώσεων παιδικής προστασίας, των κληροδοτημάτων (που ως επί το πλείστον δεν δημοσιεύονται), των χορηγιών και των δωρεών, της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων τα οποία εκατοντάδες άνθρωποι με την καλή τους την καρδιά κληροδότησαν σε ανθρώπους και οργανώσεις που θεωρούσαν «φιλάνθρωπους», πέρα από τα οικονομικά κίνητρα και συμφέροντα, στο χώρο αυτόν υπάρχουν και οι συντεχνίες και η επικοινωνιακή πολιτική. Ομάδες ανθρώπων ζουν από τα ιδρύματα και συχνά πυκνά αντιδρούν απέναντι στο ενδεχόμενο κάθε δυνητικής αλλαγής.

Κομματικά συστήματα βρίσκουν θέσεις για να τοποθετούν σε διοικητικά πόστα στελέχη τους, μερικά εκ των οποίων έχουν διάγει το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού τους βίου ως πρόεδροι (ενίοτε και επί διαφορετικών κομμάτων στην κυβέρνηση). Κι ακόμα: προφίλ και καριέρες στήθηκαν πάνω σε εντέχνως καλλιεργημένες εικόνες «φίλων του παιδιού», στην ανταλλαγή τέτοιων εικόνων προς επικοινωνιακή χρήση με το πολιτικό σύστημα (άραγε θα έρθει κάποτε μια παραμονή Πρωτοχρονιάς που να μην πούνε τα κάλαντα ούτε στον πρωθυπουργό ούτε στον πρόεδρο της δημοκρατίας παιδιά από κάποιο ίδρυμα;), πράγμα που συνήθως μεταφράζεται σε ακόμα περισσότερες χορηγίες και δωρεές από τον ιδιωτικό τομέα και σε ακόμα περισσότερες παραχωρήσεις και επιδοτήσεις, έμμεσες ή άμεσες από τις κυβερνήσεις, αλλά και τις περιφέρειες, τους δήμους και κάθε είδους κρατικούς οργανισμούς. Και πάνω από όλα στη δικτύωση όλων αυτών που ζουν από την αέναη αναπαραγωγή αυτού του βλαπτικού για τα παιδιά ιδρυματικού μοντέλου με διάφορα χριστεπώνυμα μέλη ομάδων έχει αυξημένη κοινωνική ισχύ και επιρροή «στα πράγματα».

Όλα τα παραπάνω όμως είναι από καιρό γνωστά. Γιατί λοιπόν κάθε φορά «πέφτουμε από τα σύννεφα»; Γιατί κατά πως φαίνεται το σωστό ερώτημα δεν είναι πώς και συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Γιατί οτιδήποτε σήμερα αποκαλύφθηκε ότι συνέβαινε στην Κιβωτό συμβαίνει ούτως ή άλλως σε άλλοτε άλλη ένταση, βαρύτητα, συχνότητα και διάρκεια σε όλα τα ιδρύματα ανά τον κόσμο.

Το ερώτημα που μένει, λοιπόν, να απαντηθεί είναι ως πότε θα αφήνουμε να συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Το ερώτημα είναι: θα υπάρξει κάποια στιγμή η απαιτούμενη παρρησία ώστε να αποφασιστεί να αλλάξουν ριζικά τα πράγματα; Θα υπάρξει κάποια στιγμή το πολιτικό θάρρος και οι κοινωνικές δυνάμεις που θα επιβάλλουν μια ανεπίστρεπτη πορεία οριστικού κλεισίματος των ιδρυμάτων και αντικατάστασης της παρωχημένης ιδρυματικής φιλοξενίας παιδιών με σύγχρονη, εναλλακτική οικογενειακή φροντίδα; Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση εκκρεμεί χρόνια τώρα…

*O Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος,  Διευθυντής της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.